- σωματουργώ
- -έω, ΜΑ [σωματουργός]προσδίδω σε κάτι σωματική, υλική υπόσταση («σωματουργεῑ τὰς ῥεούσας εἰκόνας», Πισίδ. Ι.)αρχ.1. διαρθρώνω σε ενιαίο σύνολο2. συνθέτω, σκευάζω («εἴδη τε πολλά σωματουργεῑ φαρμάκων», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.